Η Γέφυρα της Πλάκας είχε συνολικό μήκος 61μ. και ύψος 19.70μ. Η μεγάλη καμάρα λεπτή και αέρινη είχε άνοιγμα 39μ. Τη σχεδίασε και έχτισε ο μαστρο-Μπέκας στις αρχές του Ιουλίου του 1866.
Η Γέφυρα της Πλάκας είχε συνολικό μήκος 61μ. και ύψος 19.70μ. Η μεγάλη καμάρα λεπτή και αέρινη είχε άνοιγμα 39μ. Τη σχεδίασε και έχτισε ο μαστρο-Μπέκας στις αρχές του Ιουλίου του 1866. Εντατικά εργάστηκε το πολυπληθές συνεργείο και το Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου έλαβαν τέλος οι εργασίες. Στο έργο του Λαμπρίδη "Περί των εν Ηπείρω Αγαθοεργημάτων" του 1880 αναφέρεται ως κύριος χρηματοδότης ο Ιωάννης Ζ. Λούλης "εκ του χωρ. Κοτόρτσι της περιοχής Κατσανοχωρίων" με 38.000 γρόσια (σελ. 71). Αργότερα, ο Μελισσουργιώτης εκπαιδευτικός Νικόλαος Παπακώστας στο βιβλίο του "Ηπειρωτικά - Α Τόμος - Αθαμανικα" (σελ. 431) αναγράφει ότι η όλη δαπάνη του έργου ανήλθε σε 187.000 γρόσια, τα οποία διέθεσαν η Κοινότης Μελισσουργών (96,000γρ.) η Κοινότητα Πραμάντων (32.000 γρ.) και οι άλλες Κοινότητες (Άγναντα κ,λ.π.) 48.900 γρ. και ο φιλάνθρωπος I. Λούλης (κύριος χρηματοδότης) έδωσε 2.000 γρόσια ακόμη για την περάτωση του έργου. Αναγράφει ακόμη ότι οι κάτοικοι των γειτονικών προς την γέφυρα χωριών, μεταξύ των οποίων και οι Ραφτανίτες διέθεσαν την προσωπικήν τους εργασία, η δε Κοινότητα Αγνάντων προσέφερε ακόμη και την απαραίτητη για την κατασκευή του έργου ξυλεία (δοκοί και σανίδες). Πρέπει να σημειωθεί ότι η γέφυρα λειτούργησε ευεργετικά για τους Τζουμερκιώτες από το χρόνο της κατασκευής της μέχρι το 1881 (15 χρόνια συνολικά), που τα περισσότερα χωριά της περιοχής απέκτησαν τη Λευτεριά τους, ύστερα από την προσάρτησή τους στο Ελληνικό Κράτος, σύμφωνα με τη Συνθήκη του Βερολίνου.
Από τη στιγμή, που τα σύνορα της Ελλάδας ορίστηκαν στον ποταμό Άραχθο, η επικοινωνία στις μεθοριακές περιοχές και η χρησιμοποίηση της γέφυρας έγινε προβληματική και σχεδόν αδύνατη. Οι Τούρκοι έκλεισαν ερμητικά τα σύνορα και η μέσω της γέφυρας διακίνηση ανθρώπων, ζώων και η μεταφορά τροφίμων και υλικών ουσιαστικά σταμάτησε. Οι κάτοικοι για λίγα χρόνια χάρηκαν το όμορφο γεφύρι τους. Τους εκδικήθηκαν οι τύραννοι, γιατί ήταν πια ελεύθεροι οι Τζουμερκιώτες. Ο αποκλεισμός αυτός και η οικονομική δυσκολία των ορεινών χωριών, εκφράστηκε με Δημοτικό τραγούδι (Ν. Παπακώστας), ως εξής: Ανάθεμά σε 'Πιτροπή και συ βρε Κουμουνδούρε, με το κακό που κάματε στην Άρτα, στα Τζουμέρκα, το σύνορο που βάλατε στης Άρτας το ποτάμι, Κλείστηκ' η Άρτα κλείστηκε, κλείστηκε το Τζουμέρκο. Θα στηρηθή και το ψωμί . που νάβρει να δουλέψη; Ο κάμπος έμ'νε στην Τουρκιά και τα καλά λιβάδια, Το βιό όλο και χάνεται, σ' αγρίδια βοσκοτόπια.........
Στα χρόνια αυτά, που ο ποταμός Άραχθος ήταν το σύνορο (1881-1912), στην Πλάκα λειτούργησε τελωνειακός σταθμός (αντίστοιχος Τούρκικος στο Βροδό ) και στεγάστηκε μόνιμη στρατιωτική φρουρά στο Στρατώνα της. Αυτό κράτησε μέχρι την Απελευθέρωση και τη υπόλοιπης Ηπείρου (1912-1913). Από τότε το Γεφύρι της Πλάκας, που μοιάζει ζωγραφιά σπουδαίου ζωγράφου, αποδόθηκε οριστικά στους κατοίκους της όλης περιοχής και απετέλεσε το καμάρι των Τζουμέρκων.
Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκόσμιου Πολέμου (1939-1944) και την κατοχή της Ελλάδας από τις δυνάμεις του φασιστικο-ναζιστικού άξονα, η γέφυρα της Πλάκας διευκόλυνε σε μεγάλο βαθμό τους κατοίκους της άγονης και ορεινής περιοχής των Τζουμέρκων στις κινήσεις τους προς τα πεδινά και πλουσιότερα χωριά των κάμπων. Προς τα 'κει οι δυστυχούντες κάτοικοι ταξίδευαν με οποιεσδήποτε καιρικές συνθήκες (χειμώνα - καλοκαίρι) για να βρουν δουλειά και να προμηθευτούν τροφή (καλαμπόκι κατά κύριο λόγο) για να επιβιώσουν. Διευκόλυνση μεγάλη προσέφερε η γέφυρα και στις Αντιστασιακές Οργανώσεις και στα ένοπλα τμήματα του ΕΔΕΣ και του ΕΛΑΣ κατά την διάρκεια των αγώνων για την Εθνική αποκατάσταση της χώρας μας.
Οι σκληροτράχηλοι και ανελέητοι Γερμανοί στρατιώτες κατά τις εκκαθαριστικές τους επιχειρήσεις στο χώρο των Τζουμέρκων (Οκτώβριος 1943) , για να εκδικηθούν την περιοχή και ν' αφήσουν περισσότερα ερείπια και συμφορές πίσω τους, προσπάθησαν, φεύγοντας προς τα Ιωάννινα, να ανατινάξουν το γεφύρι. Λίγο χαμηλότερα της καμάρας (προς το συνοικισμό της Πλάκας) άνοιξαν βαθιά τρύπα και τοποθέτησαν δυναμίτες. Αφού πέρασαν απέναντι στο "Βροδίτικο", πυροδότησαν το φυτίλι και αδιάφοροι πήραν τον ανήφορο. Ευτυχώς η Γέφυρα δεν έπαθε σημαντική ζημιά. Τινάχτηκε ένα κομμάτι του κτίσματος, άνοιξε κάποιο χάσμα, αλλά η γέφυρα και κατά κύριο λόγο η καμάρα άντεξαν στην πίεση και τον κραδασμό.
Στο χάσμα σύντομα οι τεχνίτες τοποθέτησαν χονδρά ξύλα, κάρφωσαν σανίδες και η κίνηση κατοίκων , ανταρτών , φορτηγών ζώων συνεχίστηκε κανονικά. Αργότερα μετά την απελευθέρωση της Πατρίδας μας επισκευάστηκε κανονικά το ρήγμα της Γέφυρας με την χορήγηση κρατικού χρηματικού ποσού. Αξίζει να σημειωθεί ότι στον πέριξ της Γέφυρας χώρο και τον ευρύτερο του συνοικισμού της Πλάκας και των πλησίον της οικισμών, έλαβαν χώρα επανειλημμένα σκληρές συγκρούσεις των αντίπαλων ανταρτικών τμημάτων (ΕΛΑΣ και ΕΔΕΣ) κατά τη διάρκεια της καταστροφικής για την Ελλάδα εμφύλιας διαμάχης. Εκεί κοντά στη Γέφυρα βρίσκεται και το σπίτι, όπου στις αρχές του 1944 έγινε η συνάντηση των αντιπροσώπων των αντιστασιακών Οργανώσεων (ΕΔΕΣ ΕΛΑΣ - ΕΚΚΑ) και του Άγγλου σύνδεσμου.
Στη σύσκεψη συζητήθηκαν διάφορα θέματα και επιδιώχθηκε η Ενότητα και η Συνεργασία των ανταρτών. Στη συνέχεια υπογράφηκε η περιβόητη "Συμφωνία της Πλάκας", που δυστυχώς πολύ σύντομα παραβιάστηκε. Αυτό το σπίτι με τελευταία απόφαση της αρμόδιας υπηρεσίας χαρακτηρίστηκε "Διατηρητέο Μνημείο". Θα παραμείνει ανέπαφο, να θυμίζει σκληρά και απαράδεκτα γεγονότα και να φρονηματίζει, όσο είναι δυνατό, τις νεότερες γενιές. Σήμερα [μέχρι χτες δηλαδή] το αρχιτεκτονικό μεγαλούργημα, η θαυμαστή και στέρεα Γέφυρα της Πλάκας είναι, κατά κάποιο τρόπο, Αρχαιολογικό μνημείο, γιατί σπάνια πια τη διαβαίνουν άνθρωποι και φορτηγά ζώα. Με την ανάπτυξη νέων τρόπων ζωής, δημιουργήθηκε η ανάγκη κατασκευής καινούργιας, σύγχρονης γέφυρας, για τα τροχοφόρα.
Χαμηλότερα της ωραίας τοξοτής γέφυρας μετά Τη "Σμίξη" του Ραφτανίτη ποταμού με τον Άραχθο, στη θέση που ονομάζεται: "Παλιογιοφύρια" σε χώρο, που ανήκει στον οικισμό "Φράστα" - Αγνάντων, κατά το έτος 1960 έγιναν τσιμεντένια βάθρα και τοποθετήθηκε Στρατιωτική Γέφυρα (σιδερένια) με ξύλινο δάπεδο τύπου "Μπέλεϊ". Από τότε η συγκοινωνία με όλα τα χωριά και τους συνοικισμούς των Τζουμέρκων γίνεται άνετα και χωρίς κανένα εμπόδιο.
Στο χώρο της νέας Γέφυρας της Πλάκας λειτουργούν καφενεία, καταστήματα τροφίμων και εμπορευμάτων καθώς και πρατήριο βενζίνας για την εξυπηρέτηση της περιοχής. Όμως, καθώς περνάει ο κάθε ταξιδιώτης τον ασφαλτοστρωμένο αυτοκινητόδρομο και τη νέα γέφυρα, θέλει δε θέλει, θα στρέψει το βλέμμα του και θ' αντικρίσει απέναντι στο βάθος, την παλιά τοξοτή Γέφυρα, που όμορφη και περήφανη προβάλλει αχνοθώρητη, σιωπηλή και απομακρυσμένη απ' τα σύγχρονα. Θυμίζει περασμένους καιρούς, ξεχασμένα βάσανα και πόθους των προγόνων μας και συγχρόνως διεγείρει το θαυμασμό μας για τις τεχνικές ικανότητες, την επιμονή, την υπομονή και την αφοσίωση στο κοινό καλό, των παλιών μαστόρων γεφυροποιών, που νομίζω πως, πάντα πρέπει να τους μνημονεύουμε. Εμείς, που γευόμαστε πια τα άφθονα σύγχρονα αγαθά του πολιτισμού, ας ανάβουμε πάντα κάποιο νοερό κεράκι στη μνήμη τους. "
[Απόσπασμα από το βιβλίο του Δημητρίου Ι. Παπαδημητρίου "Οι Ραφταναίοι"]